- αυγουστινιανός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον άγιο Αυγουστίνο2. ως ουσ. μοναχός ή μοναχή που ακολουθεί τον κανόνα του αγίου Αυγουστίνου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μέντελ, Γκρέγκορ — (Gregor Mendel, Χέντσεντορφ, Σιλεσία 1822 – Μπρνο 1884). Αυστριακός βοτανικός και αυγουστινιανός μοναχός. Ο Μ. είχε εξαιρετικές επιδόσεις στο σχολείο και, επειδή οι πόροι της οικογένειάς του ήταν περιορισμένοι, στην προσπάθειά του να ακολουθήσει… … Dictionary of Greek